λιποταχτώ

λιποταχτώ
λιποτακτώ και λιποταχτώ, λιποτάκτησα και λιποτάχτησα βλ. πίν. 73

Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • λιποταχτώ — λιποτάχτησα, αμτβ. 1. εγκαταλείπω αδικαιολόγητα τις τάξεις του στρατού. 2. μτφ., εγκαταλείπω κάποιον ιδεολογικό αγώνα: Στην αντιδικτατορική τους ομάδα δε λιποτάχτησε κανείς …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • λιποτακτώ — και λιποταχτώ, λιποτάκτησα και λιποτάχτησα βλ. πίν. 73 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”